ἀναιδέστατος

ἀναιδέστατος
ἀναιδής
shameless
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυναναιδής — κυναναιδής, ές (Α) πολύ αναιδής, αναιδέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἀν αιδής] …   Dictionary of Greek

  • κύντατος — άτη, ον (Α) αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. τατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”